Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π."
-
Λείπει σ' ο γάδαρος, λείπει σε τζ' η ταή του
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Λείπει σ' ο γάδαρος, σε λείπει το φαΐ του -
Λείπει σ' ο γάδαρος, λείπει σε τζ' η ταή του. Λείπει σ' ο γάϊδαρος, σε λείπει το φαΐ του
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Άμα στερηθής κανένα, πού σού 'καμνε ασήμαντες δουλειές κ' είχες τόν μπελά του -
Λοαρκάζει δίχα τοχ χανουτάρην
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Λογαριάζει χωρίς τον καταστηματάρχη -
Μας απαντά κι ο γάδαρος απ' το παχνί το μέσα
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Για κείνους που παίρνουν τον λόγο απρόσκλητοι χωρίς να τους ανήκη και χωρίς να ξέρουν τίποτα για την υπόθεση -
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Πρέπει δηλαδή να κάνης μια δουλειά ο ίδιος, αλλιώς ο άλλος δεν θα σου την κάνη καλά -
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Πρέπει δηλαδή να κάνης μια δουλειά εσύ ο ίδιος αλλιώς ο άλλος δεν θα σου την κάνη καλά -
Με το ζόριμ πανdρειάν;
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Άμα σε εξαναγκάζη σχεδόν ο άλλος να δεχτής κάτι καλό που σου προσφέρει, κ' εσύ δεν το δέχεσαι -
Με το ζόριμ παντρειάν;
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Άμα σε εξαναγκάζη σχεδόν ο άλλος να δεχτής κάτι καλό που σου προσφέρει και συ δεν δέχεσαι -
Με τοδ δικός σου φαε πκιέ, τζι αλισιβερίσιμ μεγ κάμης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς -
Με τοδ δικός σου φαε, πκιέ, τζ' αλίσ' βερίσ' μεγ κάμης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς -
Μια παδκιά του γέρου αξ'άζει σ'ίλιες του παίδκιου
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλειες του νέου -
Μια παδκιά του γέρου αξιάζει σίλιες του παίκιου
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλιες του νέου. Διάκριση εμπειρίας και γνώσεων ματαξύ γέρου και νέου -
Μιάλοβ βούκκοβ βάλε τζαι μιάλολ λόομ μεμ πης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Για τους καυχησιολόγους -
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους -
Ξένα σέρκα σε 'νεπαύκουν, μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν. Ξένα χέρια σ' αναπαύουν με την καρδιά σου καίνε
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Λέγεται προ παντός για περιπτώσεις, που σ' ένα πλούσιο μένει σαν ψυχοπαίδι κάποιο ορφανό, είτε όταν βοηθήση κανείς τον άλλο οικονομικώς και με κάθε τρόπο τον καίγει -
Ξένα σέρκα σε νεπαύκουν μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Συνοδεύεται από κείμενο ....