Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 21
Όποιος εκάη εις τη σούπα, φυσά και εις το γιαούρτι
Παρεμφερής την βυζαντινήν
Όποιος φυλάει το νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Σ ση σουρβάν π'εκάεν φυσά και το ξύγαλαν
(1931)
Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς τη σούπα φυσά και το γιαούρτι...
Παραλλαγή: 'Σ ση σουρβάν π' εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν...
Παραλλαγή: 'Σ ση σουρβάν π' εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν...
Όποιος κάθεται στο νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Πολλά πιπέρ' όπ' έχ' 'ς ση σουρβά πα βάλλ'
(1931)
Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και ΄ς τη σούπα...
Πολλά πιπέρ όπ έσ' 'ς ση σουρβά πα βάλλ
(1881)
Ερμηνεία: Επί των περιττάς δαπάνας ποιούντων πλουσίων...
Σημείωση: Σουρβά = σούπα...
Σημείωση: Σουρβά = σούπα...
Σ ση σουρβάν (σ σο γάλαν) π' έκαεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν
(1881)
Ερμηνεία: Επί των παθόντων κακόν τι και προφιλαττομένων και από εκείνου εξ ουδέν δύναται να περιέλθη τη βλάβη...
Σουρβά = Σούπα λέξις τουρκική...
Ταν = Είσος γάλακτος (εκ ξηρών σφαιριδίαν από οξύγαλα τριβομένων εντος πινακίου μεθ' ύδατος...
Σουρβά = Σούπα λέξις τουρκική...
Ταν = Είσος γάλακτος (εκ ξηρών σφαιριδίαν από οξύγαλα τριβομένων εντος πινακίου μεθ' ύδατος...