Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-6 από 6
Ό,τ' ανεορέψη κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Ανηγόρηψ' του σαμάρι να βρής του γάιδαρου
Ανηγορεύου ρ. αναγορεύω, έχει την έννοιαν του αναφέρειν, του ποιείσθαι λόγον...
Ανηόρεζε το γάαρο να ής τ' αυτιά τ'
Όπου γράφονται πάσαι αι σημασίαι του αναγορεύω...
Όποιος σουλατσάρει σουλάτσο 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή όποιος κοροϊδεύει, τον κοροϊδεύεουν οι άλλοι για τη συμπεριφορά του και καταντάει κι εκείνος κάποτε καταγέλαστος