Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 101
Σρ σπέρνω, σικαλίτσα μου, κι α σε φάνε γίνεσαι, κι α δε σε φάνε, δε γίνεσαι
(1894)
Επειδή η σίκαλη ουδεμίαν έχει αξίαν, ο γεωργός όταν την καταστρέφουν ποίμνια, ωφείλεται περισσότερον αποζημιώμενους
Θα φαη η σγουριά το σίδερο
(1894)
Ερμηνεία: Επί μεγάλης επιμονής
Ξέρει τη σκατία του
(1894)
Ερμηνεία: Επί των φοβουμένων ως υπόπτων
Σκόλη, που κάθονται οι κώλος
(1894)
Όσ' έχει σεμπρος, έχ' αφέντη
(1894)
Σεμπρον έχεις, θεόν έχεις
(1894)
Το παιδί που θα στρηνιάζη με το μπάρπα του θα κλάψη
(1894)
Στρεινιάζει = Αυθαδιάζω, αντιλέγω (αρχ. Στρηνιώ)
Το σκύλο κάνεις σύντεκνο, και μια ματσούκα βάστα
(1894)
Σύντεκνος = σύντροφος, κουμπάρος
Σκόρδα, με συμπάθιο
(1894)
Διότι τα σκόρδα κ επί καταρα : σκόρδα στα ματιά του εχθρού