Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134881-134890 από 134917
Από τημ Πάφου έρκουμαι, τζαί Κορφήν κανέλα. Κατέβασ' το καπέλλο σου, για να φαν' η κουμπρέλλα
(1940)
Κατέβασ' ή Χαμήλωσ'. Προέρχεται από την Πανελλήνιον τοιαύτην “ Από την πόλιν έρχομαι ...” ή είναι γνησίως Κυπριακή; Εις την επαρχίαν Πάφου υπάρχει η Πόλις (Χρυσοχούς) και εις την της Λεμεσού ή Κορφή. Ηδύνατο να υποτεθή οτι ...
Έξε μόδια βάνει ο φούρνος, δυό περέττες δε χωρούσι
(1963)
Π.χ. Τώρα ω παdρέβγω τσι θυατέρες κι' είναι μεγάλο το σπίτι μου και κάθομαι gι οι δυό μαζί, αλλά δε συμφωνούνε οι γαbροί, κι' όλοι μαζί. Θα πης λοιπόν “Έξε μόδια ο φούρνος δυό περρέτες δε χωρούσι”. Το μόδι = μέτρον ...
Εμέν μάννα 'κ' εγέννεσεν, εμέν κύρις 'κ' εποίκεν, εμέν κορώνα ξέρασεν απάν' 'ς σο μεσοστρατίν, έσειξεν το φτερούλιν ατ'ς κ' εμέν εκαταρέθεν 'να μη χαρής, να μη χαρής, να μη καλόν ελέπης
(1929)
Εμένα μάννα δεν γέννησε, εμένα πατέρας δεν έκανε, εμένα κόρακας ξέρασε απάνω 'ε το μεσοστρατί, κίνησε τη φτερούγα του και με κατραράστηκε
Ούτε ο δαίμονας δεν τον θέλει αυτόν
(1956)
Όλοι εμείς οι παλαιοί θεωρούμε μεγάλη αμαρτία όταν αρχίζουμε να φάμε και όταν τελειώνουμε χωρίς να κάνουμε το σταυρό μας. Το φαγητό το παίρνει ο δαίμονας και εμείς κολαζόμαστε. Κάποια ημέρα ένας κουρασμένος από τη δουλειά ...
Ο Θεός εις τόν ελεούντα τόν πτωχόν, εκατονταπλάσια αποδίδει
(1910)
Μύθος: Μιά φορά ένας τοκογλύφος επήγε στήν εκκλησία καί άκουσε τό ευαγγέλιο πού έλεγεν “εις τόν ελεούντα τόν πτωχόν ο Θεός εκατονταπλάσια αποδίδει”. Εσκέφθη λοιπόν τότε, αντίς νά τοκίζη πρός 20% καί 40%, καλλίτερα νά δίνη ...
Βρε ΄πίσκοπε του Δαμαλά ούτε νου ούτε μυαλά τα μιρκά δεν ήθελες τα μεγάλα ΄γύρευγες. Γύρνα το χερόμυλο κούνα και το διάολο
(1959)
Μια φορά ήταν ένας ΄πίσκοπος του Δαμαλά (χωρίον) κ΄ επήενε στη θάλασσα να ψαρέψη με τη βάρκα. Όπου ήπιανε μικρά ψάρια κ΄ επειδή δεν ηυρίσκανε μεγάλα επήεν παραμέσα για να ΄βρη μεγάλα. Ύστερα ΄πελάωνε και τον ήπηρενε λοιπό ...
Τον αποψινό σου θυμό, παιδί μου, άφηνε τονε ιά ΄βριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μην την αφήνης για δεν ηξέρεις είντα σου λαχαίνει ίσαμ΄ αύριο, μπορεί ν΄ ανουbοριάσης κα να μη μπορής να κάμης τη δουλειά σου, ενώ ο θυμός είσαι σίουρος πως θα σου περάση, κι είναι ΄τσαι πιο καλά
(1925)
Ιά ΄βριο = για αύριο, για = για, γιατί, είντα = τί, λαχαίνει = τυχαίνει, ίσαμ΄ αύριο = ως αύριο, ανουbοριάσης = αδιαθετήσης, σίουρος = σίγουρος, ΄τσαι = ετσά = έτσι. βλ. Δουλειά 85
Πιττ' αbρός και πιττ' απίσω, ωάβγω θέλω να μιλήσω τση 'ειτόνισσας το δίκιο
(1963)
Λέγεται για γλωσσούδες, τις ξενόγνοιαστες, που δεν αφίνουν τίποτε ασχολίαστο. Λέγεται ή μόνο ο πρώτος στίχος ή και οι τρεις. Από τον ακόλουθο μύθο; Ήτονε, λέει, μια gοπελούδα μια βολά κι ήτονε φαφλατού κι ότι ήθελεν ακούση ...