Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-310 από 326
Καλή του ώρα που μ' έβριζε, κακή του που μου το 'λεγε
(1952)
Γιατί όποιος το μαρτυρήση, κάνει μεγαλύτερο κακό
Κάλλιο Θεού οργή παρά κοσμοβοή
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Όποιος έχει κόψιμο, βάνει βήσσαλο
(1952)
Βήσσαλο (λατινική) = σπασμένο κεραμίδι, που το πυρώνουν και το βάνουν πάνω στο στομάχι
Κάλλιο να ξέρης, παρά να 'χης
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Εδέκει π' ο Θεός τα συμμαζώνει, έρκετ' ο διάολος και τα σκροπάει
(1952)
εδέκει ή εδεκεί
Το διαμάντι κι α μαυρίση, αν το τρίψης, θα γυαλίση
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Όθε σαρτάρ' η γίδα, θα σαρτάρη κ' η βετούλα
(1952)
Σαρταίνω και σαρτάρω (ιταλ.) = πηδώ, βετούλα (ιταλ.) = μικρή κατσίκα
Πρώτα κελάρης κι' άμα 'στερα 'γούμενος, ξέρ' ο γούμενος τι κάνει ο κελάρης
(1952)
Άμα στέρα = άμα ύστερα, έπειτα
Ο γλάρος (α)ψηλά περά, μα χαμηλά λογιάζει
(1952)
Όσο κι αν σε συνεπαίρνουν τα μεγάλα, μην ξεχνάς τα μικρά