Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 707
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)
Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)
Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Ποπίσου τς κρουν gωδώνε
(1951)
Από πίσω της χτυπάνε κουδούνια. Για μια γυναίκα που την κακολογουν. Παλιότερα έκαναν διαπόμπεψη στις ανήθικες γυναίκες και τους χτυπούσαν κουδούνια
Ο κόσμος έν' dο μέτ' ρο
(1951)
Ο κόσμος είναι δικός μας
Σ του Βαρασού το κοπέκι – Από του Βαρασού τον αφαλό
(1951)
Για έναν που ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στα Φάρασα
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά...
Να μbω σα θάλε 'ποκάτου, πα' ά βgώ
(1951)
Να μπώ κάτου από τις πέτρες, πάλι θα βγω. Τόλεγε ένας που καμάρωνε πως είν' έξυπνος και δυνατός