Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Τσικόπουλος, Ι."
-
Σκάζεις, αυγό, ή χύνεσαι;
Τσικόπουλος, Ι. -
Σκαλίζοντας σκαλίζοντας η όρνιθα βγάζει τα μάτια της
Τσικόπουλος, Ι. -
Σκαμνιού ποδάρ' τσακίστηκε, κρανίτικο στον τόπο
Τσικόπουλος, Ι. -
Σπείρε απαναστρατα, σπείρε και κατώστρατα
Τσικόπουλος, Ι. -
Σπείρε κ' απανώστρατα, σπείρε και κατώστρατα
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Σπίτι στην άκρα κ' αμπέλι στην μέση.
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Στα καλά καθούμενα
Τσικόπουλος, Ι. -
Στα κρύα του λουτρού
Τσικόπουλος, Ι. -
Στάχτη στα μάτια
Τσικόπουλος, Ι. -
Σταθεήτε να μη στάξη στο πηγάδι νερό από την ουρά του γαϊδάρου.
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Στην ανάγκ' ο άνθρωπος και το φίδι κάμ' αδερφό
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Στης μυλωνούς τον κώλο ζητεί ορθογραφία
Τσικόπουλος, Ι. -
Στο καρφί και στο πέταλο
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Στο καρφί και στο πέταλο
Τσικόπουλος, Ι. (1912) -
Στου βωδιού το κέρατο να μπη, πάλι δε γλυτώνει
Τσικόπουλος, Ι. -
Στου βωδιού το κέρατο να μπη, πάλι δε γλυτώνει
Τσικόπουλος, Ι. -
Στου κωφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Στους πολλούς το αναθεμα δεν χωρεί
Τσικόπουλος, Ι. -
Στραβά να κάτσωμε κι' ίσια να κουβεντιάσομε
Τσικόπουλος, Ι. -
Στραβά να καθίσωμε και ίσια να μιλήσωμε
Τσικόπουλος, Ι.