Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Αλμεγάδ' κτήνον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Γελάδα που αρμέγεται. Το κορόϊδο που το εκμεταλλεύονται και του ροκανούν τον κόπο της δουλειά του κυρίως -
Αμόν σαλλάχ αγγούρ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σα σποριασμένο χοντρό αγγούρι. Χοντρός μα χωρίς γερούς μυώνες και δύναμη. Σάπιος κι΄ασουλούπωτος -
Αν κι πιστεύ'ς εμέν τον ψεύτεν, ερώτα τον αδελφό – μ τον κλέφτεν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται ειρωνικά σ' εκείνον τον φταίχτη, που για δικαιωση του, επικαλείται τη μαρτυρία αναξιόπιστου ή μεροληπτικού προσώπου -
Απ' έξ' ο χορόν γαϊτάν έν'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ανάλογο με το: Απ' έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει -
Απ' έξ' πρόγατον κι' από 'πέσ' λύκος
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Υποκριτής με κακούργα ένστικτα -
Απ' εμπροστά κυρά – κυρά κι' απ' οπίσ' κοκκινόκωλος
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κόλακας καί διπρόσωπος -
Απάν' ατ' μυίαν 'κι κοντουρεύ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Απάνω του μυίγα δεν επιτρέπει να καθήσει -
Από μακρά τη ταουλί η λαλία γαπάν έρται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Από μακρυά του τυμπάνου ο ήχος έρχεται χοντρός και τραχύς -
Από παν' βρέχ', απουφκά τρέχ', ο Νικόλας χαπάρ' 'κ' έχ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Για να κοροϊδέζουν κανένα που δεν ήξερε τι του γίνεται, ή δεν έβλεπε κάτι που το 'βλεπαν οι άλλοι -
Απουρπουνού α παίρ' απάν' – ι – σ' ο ήλον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Το πρωΐ θα πάρει απάνω σου ο ήλιος