Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Κρέας αν 'κ' έφαγαμε, σα χτήνα απάν' είδαμ' α
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κρέας αν δε φάγαμε, το είδαμε πάνω στις αγελάδες -
Κρίμαν σ' οβούδιν τ' έσπαξαν, και την χαράν τ' εποίκα!
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κρίμα στο βόδι που έσφαξα, και τη χαρά που έκανα! -
Κρούει την γούλα-σ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Χτυπάει το λαιμό σου. Ειρωνική έκφραση όταν αρνούμαστε να δώσουμε κάτι που μας ζητούν και δεν τους αξίζει. Ανάλογο με το: δε μασάς. -
Κρους' κα και τσιλάς τ' αντσία-σ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Πέφτεις χάμω και χέζεις τα πόδια σου -
Κωφόν, καμπάναν κι' αν λαλείς, ζαντόν κι' αν δερμενεύεις
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ανάλογο με το: Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα -
Λόγια λιπαρά και φαγία ανάρτιστα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ειρωνικά για υπερβολικές υποσχέσεις, που δεν πρόκειται να εκπληρωθούν -
Λύκ' πορδίν έκ' σα, κι αγοίκον λόγον 'κ' έκ' σα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λύκου πορδή άκουσα και τέτοιο λόγο δεν άκουσα.Για πολύ περιέργα κι απίθανα πράγματα που ακούει κανείς. -
Μάρτ – ι μ', μούρ' ι μ', αγέλαστε και ξεροχαλχάνιστε
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Το λέγανε μόλις θα χαλούσε ο καιρός το Μάρτη -
Με τα κοσσάρας κείται κα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Με τις κόττες πλαγιάζει, πολύ νωρίςκοιμάται, υπναράς -
Με τα ξερά τα ξύλα κάγουνταν και τα ζωγρά
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Όμοιο με το: Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά -
Μέ τ' έναν τσουπούχ' λαλεί όλες
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Μ' ένα ραβδί σαλαγάει όλους. Είναι αμερόληπτος καί δίκαιος -
Μη κλαίς τον κακομάθετον, κλάψον τον καλομάθετον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Μην κλαίς εκείνον που είναι συνηθισμένος στις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις, κλάψε εκείνον, που είναι συνηθισμένος στα καλά -
Μη στράφ'ς και μη βροντάς
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ανάλογο με το:Μη στάξει και μη βρέξει. Για καλή περιποίηση και προφύλαξη γενικά κανενός πολυχαϊδεμένου – κυρίως παιδιού -
Μίαν ώβασον, κ' επεκεί κακάντσον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Πρώτα κάνε αυγό κ' έπειτα κακάριζε//Λέγεται ειρωνικά σε ευφάνταστους και ρωμαντικούς τύπους, που προλέγουν μελλοντικά χρυσά όνειρα, μα αμφίβολα στην πραγματοποίησή τους -
Μικρόν μωρόπον 'κ' έχομε τον γέρον ταντανίζομε
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ταντανίζομε=τον χορεύομε στα γόνατα τραγουδώντας το: τάνα-τάνα βλέπε σελ. 374. -Για μεγάλο παιδί που χώνεται στην αγκαλιά της μάννας του και ζητάει χάδια