Πλοήγηση ανά Λήμμα "κάβουρας"
Αποτελέσματα 33-52 από 152
-
Νηρουκάβουρας
Ερμηνεία: Συνεκδοχικώς ούτως λέγεται ο άστατος, ο διπρόσωπος, και ρήμα νηρουκαβουρίζου επί της αυτής σημασίας, δηλ. είναι άστατος, διπρόσωπος, αχαρακτήριστος (σελ. 332) -
Ο κάβουρας δεν γίνεται πίττα
(1962) -
Ο κάουρας εψόφησε για το γονικόν του
(1939) -
Οι δουλειές του πάνε σαν τον κάβουρα
(1957) -
Πάει ανάποδα σα αό κάβουρα
(1943) -
Πάει ντρέτα 'σαν καβρός
(1920) -
Πάει σαν τον κάβουρα
(1957)