Πλοήγηση ανά Λήμμα "θαλί (λιθάρι)"
Αποτελέσματα 5-7 από 7
-
Το θαλί δώτσεν dα σου dοπαν dου
(1951)Την πέτρα την έριξε στο στόχο της. Για κείνους που πετύχαινουν αμέσως οτι επιδιώκουν -
Τσάπου ά δώσει, ά βgάλει θάλι
(1951)Όπου χτυπήσει, θα βγή πέτρα. Για τους άτυχους. Η μεταφορά από το σκάψιμο, όταν κανείς αντι για χώμα βρίσκει πέτρες. Ποντ. Δ. Π. αρ. 255 :Όθεν εντώκεν, τ' εμπροστά τ' λιθάρ' εξέβεν -
Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου
(1951)Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται