• Δώτσεν dα ά θαλά 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Τον 'ριξε μια πετριά.Όταν κανείς με τρόπο προσβάλλει τον άλλον
  • Να φσίνξει το θαλί, ά βgάλει νερό 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Αν σφίξει την πέτρα, θα βγάλει νερό. Για τους χειροδύναμος. Λεβ. 77, Ποντ. Δ. Π. αρ. 324, : Τα λιθαρά να τζουμίζ'νερόν εβγάλλ'
  • Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε; 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154
  • Σ' του βίνεψες θαλέ, πόνεσες το βροσόν' σου; 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Από τις πέτρες που έριξες, πόνεσες το μπράτσο σου; Ειρωνικά, σε κείνους που χωρίς να κάμουν τίποτα έλεγαν πως κουράστηκαν
  • Το θαλί δώτσεν dα σου dοπαν dου 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Την πέτρα την έριξε στο στόχο της. Για κείνους που πετύχαινουν αμέσως οτι επιδιώκουν
  • Τσάπου ά δώσει, ά βgάλει θάλι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Όπου χτυπήσει, θα βγή πέτρα. Για τους άτυχους. Η μεταφορά από το σκάψιμο, όταν κανείς αντι για χώμα βρίσκει πέτρες. Ποντ. Δ. Π. αρ. 255 :Όθεν εντώκεν, τ' εμπροστά τ' λιθάρ' εξέβεν
  • Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται