Πλοήγηση ανά Λήμμα "άλογο"
Αποτελέσματα 34-53 από 116
-
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
(1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Εκατήβα ας σό γάϊδιαρον κ' εκαβάλκεψα άλεγον
Απ' όνου καταβάς εφ' ίππον ανέβην. Ερμηνεία: Από βραδυσκελών όνων ίππους. Επί των από των ευτελών είς μείζονα μεταπηδόντων ή επί των αφιωθέντων κρείττονος ή τέως ευτελεστέρας τύχης. Ο Αρσεν λέγει “απ' όνων εφ' ίππους” -
Η μάϊσα τ' άσπρον τ' άλογον αρισούχ' έχ'
(1929)Η νεράϊδα έχει άχτι το άσπρο άλογο. Σάντ. Επί του σταθερώς μισούντος ωρισμένον πράγμα -
Θά χουρέψ' τ' άλουγό τ' τώρα αυτός!
(1923)Θα δείξη παντοιοτρόπως την υπεροχήν του, την πολιτικήν του ή οικονομικήν ισχύν -
Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσεψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι, τσοκτϊέσες σόν τζοράχο
(1951)Κατέβηκες από τ' άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδουρι, κατέβηκες απ' το γαϊδουρι βούλιαξες στη λάσπη. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσεις στο τέλος -
Κλοτσιούνται τ' άλογα αλί από τα γαϊδούρια
(1959)Μαλώνουν οι μεγάλοι, αλίμονο από τους μικρούς ανθρώπους -
Κλωτσιούνται τ' άλογα, κρίμα στά γαϊδούρια
(1965)Λέγεται όταν μαλλώνουν οι μεγάλοι και τα πληρώνουν οι μικροί -
Μήτε στό μπαχάρ' άλογο μήτε στό φώς γυναίκα
(1939)Τη γυναίκα πού θα πάρης να μήν τή δής νύχτα, γιατί φαίνεται όμορφη και το άλογο μήν το πάρης μετά το Πάσχα πού είναι το μπαχάρ'. Μπαχάρ' = σανό -
Μουλάρι παίνα κι' άλογο καβαλίκα
(1879)