Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ντεγιάννης, Γ."
-
Δε βαστάν τα στ'μόνια του
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Σημαίνει, δεν αντέχει όπως και το ύφασμα που δεν έχει γερά στημόνια -
Δεν 'πουμένει κανένα κρούπ' ατσάκ' γου
Ντεγιάννης, Γ. (1932)Όταν παντρεύεται καμμιά ποζερβη τότε το λένε -
Η πέτρα που κ'λάει μούσκλιον δεν πιάνει (δε bιάνει)
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Κείνος που δεν καταστέκεται κάπου, δεν μπορεί να κάμη προκοπή -
Θα σ' αλατίσου
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Θα σε δείρω βαριά, όταν κανένα χτυπήσει χωρίς να βγαίνει αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνέπεια κτυπημάτων επενεχθέντων δι αμβλέος οργάνου, τότε τον βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι -
Θα σι κάμου για τ' αλάτι
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Θα σε δείρω βαριά, όταν κανένα χτυπήσει χωρίς να βγαίνει αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνέπεια κτυπημάτων επενεχθέντων δι αμβλέος οργάνου, τότε τον βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι -
Θα σι κάμου τ' αλατιού
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Θα σε δείρω βαριά, όταν κανένα χτυπήσει χωρίς να βγαίνει αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνέπεια κτυπημάτων επενεχθέντων δι αμβλέος οργάνου, τότε τον βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι -
Θέλει να 'ης (να έχης) λ'γάκ' προυζύμ'
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Για κάθε εργασία πρέπει για την ευδοκίμησή της να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις -
Θέρους, τρύγους, πόλιμους
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Αυτό το λένε για να δείξουν πως δεν επιδέχεται η εργασία αυτή αναβολή -
Κουλλάει σαν του βάτου
Ντεγιάννης, Γ. (1932)Για κάποιον που έρχεται στο σπίτι επισκέπτης και δε σηκώνιτε να φύ(η) κανιά βουλά -
Κρεμμύδ' κι' αλάτι
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Δείρε τον δυνατά και κάμε τον “για το κρεμμύδι και τ' αλάτι”. Όταν κανείς χτυπήση χωρίς να βγάνη αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνεπεία κτυπημάτων επανεχθέντων δι' αμβλέος οργάνου, τότε του βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι -
Ό,τι σειέτι δε σειέτι
Ντεγιάννης, Γ. (1932)Βραδυπορεί, δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό το ό,τι. Δεν πιρπατέι καθόλου ίσια ίσια ότι σειέτι -
Όποιους δεν έχ' όριξ' να πάη στου μύλου πέντι μέρις κουσκ'νάει
Ντεγιάννης, Γ. (1932)Για κείνον που αποφεύγει να κάμη κάτι και το αναβάλλει με τη μια ή την άλλη πρόφαση -
Όποιους δεν έχει όριξη να πάη στου μύλου πέντι μέρις κουσκινάει
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Αυτό το λένε για κάποιον που μη προφάσεις αποφεύγει την εκτέλεση ενός αιτήματος -
Που σι πονεί κι που σι σφάζει
Ντεγιάννης, Γ. (1931)Τον αρχιναου, που σι πονεί κι που σι σφάζει. Όταν θέλουν να πουν ότι έδειραν κάποιον αλύπητα, αδιαφορώντας που τον πονεί και που τον σφάζει