Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζήκος, Αστέριος"
-
Φάνταγμα, το= το φάντασμα, το στοιχειό.
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Φασουλ φασούλ γιομίζει το σακκούλι
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Φταίει ο γάϊδαρος και δέρνεις το σαμάρι
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Φτηνά τα γλύτωσε
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Φύλαξέ με όταν μ' εύρης για να μ' έχης όταν θέλης
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Φωνάζ' ο κλέφτης να φοβηθή ο νοικοκύρης
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Χειρότερος κωφός όποιος δε θέλ ν' ακούσ'
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Χύν' λάδ' 'ς τ' φουτιά
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Ψήλωσεν η μύτη του
Ζήκος, Αστέριος (1892) -
Ώσαν τον σκλάβο δούλευε κ' ώσαν τον άρχο τρώγε
Ζήκος, Αστέριος (1892)