Πλοήγηση ανά Λήμμα "κώλος"
Αποτελέσματα 53-72 από 283
-
Έναι κώλος και βρακί
(1894) -
Έναν τον έπαιρνε το ποτάμι κι' άλλος τούλεγε: Άσπρον κώλο πώχεις στάσ' να σε γαμήσω
(1958)Παροιμία λεγομένη για κείνους που ενώ βλέπουν πως έχομε βάσανα, αυτός κυτάζει το γούστο του και το συμφέρον του -
Έφαγ' ο κώλος του μάρμαρο
(1909) -
Έχ' ο κώλος καπότα;
(1889) -
Έχει τρηδόνες ο κώλος του
(1909) -
Έχου τουν κώλου
(1923)Τολμώ πχ σαν τουν εις τουγ κώλου, ιδώ του λέν = εάν τολμάς, πράξε αυτό το οποίον διανοείσαι. Ίδω φαίνιτι, αν τουν έως τουγ κώλου = εδώ φαίνεται αν τολμάς -
Εβάρεσε τον κώλο του στον τοίχο
Ερμηνεία: Εχρεωκόπησεν, διότι άλλοτε υπεχρεούτο ο χρεωκκοπών να στραφή προς τους δανειστάς του και να είπη τρις ότι παραχωρή εις αυτούς την περιουσίαν του, επειδή δε το έλεγεν υποκλινόμενος, τα οπισθιά του έθιγον την ... -
Είναι κώλος και βρακί
(1921)