Πλοήγηση ανά Λήμμα "ξοδιάζω"
Αποτελέσματα 13-32 από 63
-
Εξοδεύω τα μαλλιά της κεφαλής μου
(1895) -
Εξώδευσε (εξοδεύει) τα μαλλιά της κεφαλής του
Ερμηνεία: Επί των πολλά δαπανώντων και πολλάκις ουδόλως ωφελουμένων -
Εξώδευσε τα μαλλιά της κεφαλής του
(1889)Ερμηνεία: Επί των πολλά δαπανώντων και πολλάκις ουδόλως ωφελουμένων -
Καθώς έχει καθένας ξοδιάζει
(1876) -
Κατά πως έχει καθένας ξοδιάζει
(1876) -
Μηγ 'ξοδιάζης αν δεν 'σοδιάζεις
(1910) -
Μι του ζόρ, γκαζαντιώντι και μι τουν αγέρα ξοδιαζώντ'
Ερμηνεία: Το χρήσασθαι πλούτω του κτήσασθαι χαλεπώτερον -
Ξεδούλευε, και ξόδευε
(1876) -
Ξόδευε να ζης, και φύλαε μην πεθάνης
(1876) -
Ξόδεψε εννιά να πάρης δέκα
(1889) -
Ξοδιάζοντας, θα μπάζης
(1876)