Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λιουδάκη, Μαρία"
-
Ήλιος και βροχή παντρεύουντ' οι φτωχοί. Ήλιος και χιόνι παντρεύουντ' οι – γι – αρχόντοι
Λιουδάκη, Μαρία (1940) -
Ήλιος και βροχή παντρεύουντ΄οι φτωχοί
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ήνοιξ' η μοίρα ντου κι ήβγαλεν ασπαλάθους
Λιουδάκη, Μαρία (1940)Λένε ειρωνικά γι' αυτούς που 'χουνε κακή μοίρα -
Ήνοιξ' η μοίρα ντου σαν του καβρού τη χαχάλα
Λιουδάκη, Μαρία (1940)Λένε ειρωνικά γι' αυτούς που 'χουνε κακή μοίρα -
Ήπεψα 'γω το σκύλο μου, κι ο σκύλος την ορά του, κι ο σκύλος ήτον κούντουρος κι επήγε αμοναχός του
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Το λένε όταν πέμπη ο ένας τον άλλο για να γίνη μια δουλειά -
Ήρθαν τ΄ άγρια να διώξουν τα ήμερα
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Ερμηνεία: Το λεν όταν ξένος πάη κάπου κι θέλει να διώξεη το νοικοκύρη -
Ήταν στην κόκκα της =A guatres epingles
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ησυχία, ευταξία και τα καράβια στη Ντία
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Το έλεγαν, λέγει ειρωνικά τον καιρό των κρητικών επαναστάσεων κατά Τούρκων και μπαινόβγαιναν υα βαπόρια από την Π. Ελλάδα και τους κουβαλούσαν πολεμοφόδια -
Ηύρ' η νύφη μας το γυνί' πίσ' από την πόρτα
Λιουδάκη, Μαρία (1940)Το λεν όταν βρουν κάτι πολύ ευκολόβρετο -
Ηύρε και κουτσαμπλίζει
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Κουτσαμπλίζει= ανακατώνει. Το λεώ όταν βρη καμμιά ακατάστατη πολλά πλούτη -
Ηύρεν ο Φίλιππος το Ναθαναήλ
Λιουδάκη, Μαρία (1937) -
Ηύρες φαϊ κάτσε, ηύρες ξύλο, φύγε
Λιουδάκη, Μαρία (1937)