Πλοήγηση ανά Λήμμα "έργο"
Αποτελέσματα 46-65 από 68
-
Όπου 'ναι τα έργα, λόγια δεν χωρούν
(1876) -
Όχι λόγια, μόνον έργα
(1876) -
Ποίτσες έργατα σην bόλην τσαι σο Ισμύρι!
(1951)Έκαμες κατορθώματα στην Πόλη και στη Σμύρνη!, ερμηνεία: Τόλεγαν ειρωνικά σε κείνους που καυχιόνταν πως έκαμαν τάχα σπουδαία έργα στα ταξίδια τους -
Προσευχή είναι τα καλά τα έργατα
(1876) -
Σαμού πααίν' σ' όργο σου, μη γρέφ' τη χώρα πα είπει
(1951)Ερμηνεία: Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει -
Σο φαΐ ταρνά τρως, σ' όργο πάλι αβούτσ΄είσαι;
(1951)Στο φαγί γρήγορα τρως, στη δουλειά πάλι τέτοιος είσαι;, Ερμηνεία: Το λένε ειρωνικά στους φαγάδες – τεμπέληδες -
Στον έργο σ' είχα;
(1958)Ερμηνεία: Έργος λέγεται η εργασία, η υπηρεσία. Η παροιμία λέγεται για κείνους που ζητούν εξυπηρέτησιν που δεν την δικαιούνται -
Στον έργο σ' είχα;
(1963)Ερμηνεία: Έργος λέγεται η εργασία, η υπηρεσία. Η παροιμία λέγεται για κείνους που ζητούν αμοιβή ή εξυπηρέτησιν που δεν δικαιούνται -
Τ' όργο εν' α έργο
(1951)Ερμηνεία: Η δουλειά είναι μιά εργασία. Στη φράση αυτή φαίνεται χαρακτηριστικά η διαφορά ανάμεσα όργο (= η δουλειά του καθενός, η τέχνη του) και έργο (= η εργασία γενικά, το εργάζεσθαι). Όργο έλεγαν και το δημιούργημα, ... -
Τα εργατά μας ειν για τα παιδιά μας
(1876) -
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς -
Του πιένει τ' όργο, βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)Ερμηνεία: Όποια δουλειά πιάσει, τη βγάνει σε κεφάλι (την τελειώνει) -
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη -
Του τζο μbορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νdαράζεται
(1951)Ερμηνεία: Δουλειά που δεν μπορεί να κάμει κανείς, ας μην την καταπιάνεται -
Φαΐ ηύρες; κάτσε φά. Έργο ηύρες; φύε
(1951)Ερμηνεία: Φαΐ βρήκες; κάτσε φάε. Δουλειά βρήκες; φύγε. Πόντ. Α. Π. αρ. 721: Ηύρες φαεί; φάε. Ηύρες ξύλο; φύου -
Χάρ α νομάτ' σο βυνάτον dου κορά 'α ποίτσει τ' όργον dου
(1951)Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τη δύναμη του θα κάμει τη δουλειά του, ερμηνεία: να μη ζητάμε παραπάνου απ' ότι μπορεί ο καθένας να δουλέψει