Πλοήγηση ανά Λήμμα "θωρώ"
Αποτελέσματα 32-51 από 95
-
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος -
Θωρώdας τη 'ειτόνισσα το κάνει η μια dην άλλη
(1963)Λέγεται, όταν μιμείται ο ένας τον άλλον. Ίσως αρχικά να ανεφέρετο σε πράξη ανήθικη. Κάτι τέτοιο υπονοούμε λέγοντάς το -
Θωρώντας και διατάζοντας
(1876) -
Κατά πως με θωρείς κι σι θουρώ
(1893) -
Λες κ' η κόρη δεν τα θωρεί
(1876) -
Ό,τι εί(δ)ες, παπά μου, ούτ' αλώνι σου
(1893)Ερμηνεία: Επί των λαβόντων την μερίδα των και μη δυναμένων να λάβουν άλλο τι -
Ό,τι θωρ' ο παπάς ευλο(γ)ά
(1893)Ερμηνεία: Επί των λαβόντων την μερίδα των και μη δυναμένων να λάβουν άλλο τι -
Όποιον θωρεί ο παπάς θυμιάζει
(1940) -
Όποιος θωρεί τοβ βουν τσ' ασπρίζει, νομίζει πως εν ούλλος μήλλα
Ερμηνεία: Επί επιπολαιότητος παρατηρητού -
Πού θωρεί λέειν το, πού 'κε θωρεί μενά τον
(1931)Όποιος βλέπει του το λέγει, όποιος δε βλέπει του το μηνά