Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κολίτσης, Ανδρέας Μ."
-
Άλλοι έσσω μας, τζιαί μεις αλλού
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Λέγεται δια κάποιον όστις κάνει ατιμίες εις βάρος άλλων, ενώ συχρόνως γίνοται και σπίτι του -
Άλλοι σπέρνουν κι' άλλοι θερίζουν
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Άλλοι ώσπου θέλουσιν, κι' άλλοι ώσπου έχουσιν
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Λέγεται διά τους φτωχούς -
Άμα εσσιει αλεύρι, ξέρει τζι η μάννα μου τζαί κάμνει πίττες
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Όταν τις, όστις έχει όλα τα μέσα κατορθώνη κάτι και υπερηφανεύεται -
Άπου ανακατώνεται με τα πίτερα, τρών τον οι όρνιθες
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Άπου έσσιει γένεια, έσσιει τζαί την έννοιαν
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Δηλαδή όποιος αναλαμβάνει ευθύνες έχει και τις φασαρίες -
Άπου έσσιει δέντρον, έσσιει τζαί το σσιός του
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Σσιός η οσσιός = ήσκιος, οσσιά = σκιά -
Άπου έσσιει να κάμη με πελλούς πελλός γίνεται
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Άπου εν είδεν βουνά τζιαί κάστρη είδεν φούρνους, τζιαί ποθαμάστην
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Λέγεται όταν ένας εκπλήσσεται δια πράγματα ανάξια θαυμασμού -
Άπου εν μπορεί να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμαν του
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Λέγεται όταν τις, επειδή δεν μπορεί να εκδικηθή εκείνο που του κάνει ένα κακό, ξεσπά επάνω σε άλλους αδυνατωτέρους του -
Άπου εν' αππέξω του χορού πολλά τραούδκια ξέρει
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Ερμηνεία: Όποιος είναι εκτός των πραγμάτων ξέρει και λέγει πολλά λόγια -
Άπου θέλει ν' αγαπήση, θέλει να χασομερήση, θέλει τζι΄άσπρα να ξοδκιάση τζαι να μεν τα λοαρκάση
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Ξοδκιάζω=εξοδεύω -
Άπου θέλει τα πολλά, χάννει τζιαι τα λλία
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Άπου καπνίζει μαιρεύκει
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)Δηλαδή δεν πρέπει να βγάζωμεν συμπερασμάτα εξωτερικώς κρίνοντες -
Άπου πειράζει τον γάδαρον, τρώει τες κλωτσιές του
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Άπου σ' αγαπά κάμνει σε τζιαι κλαίς τζι όποιος σε μισά κάμνει σε τζιαι γελάς
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Άρκα πορνή, καλή μέρα
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951) -
Αν δεν αλείψης τον τροχόν εγ γυρίζει
Κολίτσης, Ανδρέας Μ. (1951)