Πλοήγηση ανά Λήμμα "μυρίζω"
Αποτελέσματα 25-44 από 107
-
Ένα λουλούδ' είσι, που όποιους σι μυρίζ' η μύτη τ' κουρών'
Λέγεται για κείνους που φαίνονται ελκυστικοί στην επιφάνεια, όμως στο βάθος είναι ταντίθετο, “όξου κούκλα κιαπού μέσα πανούκλα” -
Εμυρίσθηκε το φλισκούνι
(1937)Αντί του συνήθους “Έφαγε χυλίπιττα”, δηλ. εγκαταλείφθη από μνηστήν, φίλην ή ερωμένην. Επίσης, χρησιμοποιείται και διά πολιτικάς αποτυχίας -
Θα μυρίζεσαι, να νοιώθης
(1876) -
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(1951)Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου -
Μύρισε κυρά, μύρισε αφέντη
(1950)Η φράσις λέγεται επί ελαχίστης ποσότητος φαγητού, το οποίον είναι διά να το οσφρανθή τις μόνον -
Μυρίζει χωματίλιες
(1879)