Πλοήγηση ανά Λήμμα "κώλος"
Αποτελέσματα 166-185 από 283
-
Μάτια κλειστά και κώλος ανοιχτός
(1889)Ερμηνεία: Επί των κοιμωμένων αλλά μη δυνάμενων να περιορίζεσι τον πρωκτόν -
Με τον κόλο δουλειά δεν γίνεται
(1963)Εκείνος που δεν κινείται από την θέσιν του (δεν σπαράζει – δηλαδή μετακινεί – τον κόλο του), δεν κάνει σωστή δουλειά. Σαν μερικές νοικοκυρές που τεντώνονται εδώ και εκεί, αλλά δεν κουνιούνται από την θέσιν τους, λες κι' ... -
Μιά πθαμή μακρυά απ' το gώλο μ, κι ό,τ θέλι ας είναι
(1941)Ερμηνεία: Επί των κατηγορούντων τους γειτονάς μας και προτρεπόντων ημάς να παραπονεθώμεν -
Να ιδής τούγ κώλου σ'
(1915)Εκφοβιστικώς πως = Να δοκιμάσης την δύναμίν σου, και επί τετελεσμένου -
Νάχε κότσαλο στον κόλο
(1958)Παροιμία εννοεί πως λερώνεται από τον πολύ του φόβο. Ίσως το κότσαλο του καλαμποκιού να συνεκράτει το κακόν -
Ντο ένοιξες τογ κώλο σ κ' ερρούξες απ' οπίσου μ;
Τι ανοίξας τον πρωκτόν ή τι γυμνώ τω πρωκτώ καταδιώκεις με; -
Ο κάθε κώλος στα βρωμερά του πέττεται
(1876)Ο κάθε κώλος στα βρωμερά του (στις πορδαίς του) πέττεται