Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 145-164 από 717
-
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες -
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
(1951)Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις -
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
(1951)Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ... -
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
(1951)Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι -
Ζη σον όηλον bίσου
(1951)Ζη πίσω από τον ήλιο. Για κείνον που κρύβεται από τον κόσμο η που ζει δυστυχισμένος -
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
(1951)Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'. -
Η ΄ναίκα ένι ΄ς το δϊέβο τσ άβ μέ(γο) δϊέβος !
(1951)Η γυναίκα είναι από το διάβολο πιο μεγάλος διάβολος ! Αυτό, λέει, το είπε ο Άγι- Αντώνης, όταν είδε πως μία γυναίκα έβαλε το διάβολο μέσα στη στάμνα. Δες τον αριθ. 184 -
Η ΄ναίκα έχει μακρά μαλλιά ͘ άμα τ΄ αχίλι τς εν λειψό
(1951)Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά ͘ όμως ο νους της είναι λειψός -
Η ΄ναίκα εν΄ λίμbλη, άνdραζ εν bοτάμι
(1951)Η γυναίκα είναι λίμνη, ο άντρας είναι ποτάμι. Η γυναίκα κάθεται στο σπίτι, ο άντρας τρέχει έξω για τις δουλειές -
Η ΄ναίκα εσ΄ ογτά ιμάτε ͘ ότιζ΄ α κατζέψει, φοραίνει τα τόϊνα
(1951)Η γυναίκα έχει εφτά πουκάμισα · όποιος θα μιλήσει, του φορεί το ένα -
Η ΄ναίκα το δϊέβο εμbασεν dα σο κουμνί
(1951)Η γυναίκα το διάβολο τον έμπασε στη στάμνα. Μια φορά ο Άγι- Αντώνης στεναχωρέθηκε που δεν τον άφηνε ήσυχο ο δαίμονας. Πάει μία γυναίκα και του λέει : Εγώ θα σε γλυτώσω. Βρίσκει το διάβολο και τον ρωτάει : Αφού λες, πως ... -
Η γουώσσα λε τα κα, η τσοιλία σου 'έμει δεβόλοι
(1951)Η γλώσσα τα λέει καλά, η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους -
Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λέ 'τι: Να κορϊένουνε αυτέν' μου τσαί τα μαχτσούμε του, να ταντήσω 'ς τα σέρε τουνε
(1951)Η γάτα παρακαλεί το Θεό, λέει: Να στραβωθούνε ο αφέντης μου και τα παιδιά του, ν' αρπάξω από τα χέρια τους -
Η κάτα πουά τον αυτένην dου τσαί το σπίτι νdάμα, σ' αν ψαρού τσουφάλι
(1951)Η γάτα πουλεί τον αφεντικό της και το σπίτι αντάμα, για ενός ψαριού κεφάλι -
Η καλημέρα εν' dου Θεού
(1951)Ερμηνεία: Η καλημέρα είναι του Θεού//Το πρωί που ξυπνούσαν οι Φαρασιώτες, προτού πλυθούν και κάμουν το σταυρό τους, δεν έλεγαν καλημέρα