Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 15-34 από 52
-
Η γριά δεν είχε δόντια ήθελε και παξουμάδια
(1890)Ερμηνεία: Επί των αναγκαίων στερουμένων και εις τα περιττά δαπανώντων. Αντιστοιχεί δε τη αρχαία “άρτον ουκ είχεν ο πτωχός και τυρόν ηγόραζεν” -
Η μάννα βγάνει τ' όνομα κ' η γειτονιά το σέρνει
(1890)Ερμηνεία: Τα ελαττώματα και αι κακίαι υπό των οικείων καθίστανται γνωσταί τοις ξένοις -
Η νύφη 'ς τα πεθερικά δίχως γαμπρό τι θέλει
(1890)Ερμηνεία: Μετά το θάνατον του συζύγου ουδέν κληρονομεί η σύζυγος -
Κάλλιο έχει να μαλώνη περι έχει να μπαλώνη
(1890)Ερμηνεία: Επί εκείνων των γυναικών αίτινες αφήνουσαι τα οικιακά αυτών έργα περιφέρονται τας οικίας αγγέλουσαι και επιφέρουσαι τας κρίσεις αυτών -
Κάνω νά πάω μπρός καί πάω πίσω
(1890)Ερμηνεία: επί τών εις δυσχερή θέσιν ευρισκομένων καί απορούντων τί τό πρακτέον -
Κλαίουδε οι χήρες κλαίουδε κ' οι παντρεμένες
(1890)Ερμηνεία: Επί των μεμψιμοιρούντων, α τη εαυτών τύχη άνευ λόγου -
Με τσαι μαγάλοι μεγάλος και με τσαι μικροί μικρός
(1890)Ερμηνεία: Επί του γιγνώσκοντος να συμμορφώται τας περιστάσεις τω βίω και επομένως καθισταμένου δημοφιλούς -
Ξέρ ο λύκος που ν τ΄ αρνί
(1890)Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων ανάγκην οδηγιών ή επί των μη γιγνώσκόντων πόθεν ωφεληθείνας -
Ο βρυκόλακας στη γενιά του πααίνει
(1890)Ερμηνεία: Επί των βλαπτόντων τους συγγενείς, διότι πιστεύεται ότι οι βρυκόλακες εξερχόμενοι νυκτός των μνημείων, εισέρχονται συνήθως εις τας οικίας των συγγενών κ' οικείων ένθα ποιούσι διαφόρους ζημίας, όλα θραύσουσι φιάς, ... -
Ο Θεός κ' η ψυχή του κι οι διαβόλοι 'ς το πετσί του
(1890)Ερμηνεία: οσάκις αναθέτομεν τινί των εντολών να λάβη τι δι' ημας χωρίς να απαιτήσωμεν παρ΄ αυτού λεπτομερείας -
Ο καιρός δε μας φυλάει
(1890) -
Ο κατσίβελος παστρουμά δε κάνει
(1890)Ερμηνεία: Επί λίχνων οίτινες, λαμβάνοντες και το γράμμα το ρητόν του ιερού Ευαγγελίου, ουδαμώς μεριμνώσι περί της αύριον -
Ο πεινασμένος κομμάτια ψωμιά γλέπει
(1890) -
Ο τρελλός κουδούνια δεν έχει, α τα καμώματά του φαίνεται
(1890)Ερμηνεία: Επί των πραττόντων έργα ανάξια νουνεχούς και φρονίμου ανθρώπου -
Ο φτωχός νίβει τα χέρια του κ' η ποδιά του χαίρεται
(1890)Ερμηνεία: Οι άποροι ως επί το πλείστον και πτωχοί αδύνατον εστίν να να επεξεργάσωνται τι διότι το βαλάντιον δεν εξαρκεί