Πλοήγηση ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 130-149 από 700
-
Γάιδαρος φορεί σαμάρι τσαί δε νοιώθει να το βγάλη
(1957)Λέγεται προς τον φέροντα επί της κεφαλής ή των ώμων κάτι, ασυνειδήτως -
Γάιδαρος φορτωμένος χρυσάφι
(1891) -
Γάιδαρους φουρεί σαμάρ' δεν του νοιώνει να του βγάλ'
Ερμηνεία: Σκωπτικής υπό παίδων οίτινες θέτουν τι επί άλλου οσής δεν το εννοεί -
Γαδάρ' παρλάς, πορδές ακούς
(1938) -
Γαδάρου κατασάουνο
(1876) -
Γαδάρους βαρεί, είντα θέλεις;
(1876) -
Γαδάρους εγκράζει, γάδαρους είναι
(1876) -
Γαδάρους εγκράζει, είντα θέλεις;
(1876) -
Γαιδάρ' λαλείς παρλάς ακούς
(1940)