Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 128-147 από 717
-
Είσ' ανdί παρουλού 'νgάθι
(1951)Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια -
Είσ' ανdί σισυρός. Χάρ σό νομάτην 'μbρό βgαίνεις
(1951)Είσαι σάν το θυμιατό. Σέ κάθε άνθρωπο μπροστά βγαίνεις. Τό λεγαν στούς προπετείς. Το σισυρός βγήκε, λένε, από το ισχυρός (άγιος ισχυρός), τής εκκλησιας. Επειδή τήν ώρα πού τό ψάλλουν, ο παπάς θυμιατίζει, οι Φαρασιώτες είπαν ... -
Είσαι 'αν dου Πράκα τη μαθράκα
(1951)Είσαι σαν του Πράκα το βάτραχο. Τόλεγαν στους ασκημομούρηδες και στους βρώμικους. Στου Πράκα ήταν ένα μέρος γεμάτο βρώμικα νερά και βούρκο -
Είσαι καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο καμίν dο 'στσι
(1951)Είσαι καλό τυρί, αλλά είσαι βαλμένο στο κακό τ' ασκί -
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια -
Εν gαό τυρί, άμα εν' σου στσυλλού το Δερμα πατεμένο
(1951)Είναι καλό τυρί, αλλά είναι βαλμένο μέσα σε σκυλίσιο δέρμα -
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει -
Εννήθης σο χαμό
(1951)Γεννήθηκες στο χαμό. Εγεννήθης χάση φεγγαριού. Είσαι χαμένος άθρωπος. Τόλεγαν κι ερωτηματικά: Σο χαμό εννήθης; Για το χαρακτήρα του ανθρώπου έχει σημασία, λένε, η μέρα που γεννήθηκε -
Ενόμαστ' αδά, 'α ψοφήσουμ' αδά
(1951)Εδώ γεννηθήκαμε εδώ θα πεθάνουμε. Λεγόταν με πείσμα σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής, στην αντίσταση π.χ. Στους Τούρκους που ερχόνταν να τους επιτεθούν -
Ενόσουν ανdί Μουρμούτ'
(1951)Έγινες σα Μουρμούτης, Στους πολύ μεθυσμένους. Ήτανε στα φάρασα ένας Μουρμούτης, που γυρνούσε πάντα μεθυσμένος -
Ενόσουν μέλι, ΄ενόσουν σοκάρι, μας τζο κώθεις να μέζ γρέπ΄
(1951)Έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη, εμάς δε γυρίζεις να μας δεις. Τόλεγαν σ΄ έναν που μεγάλωσε κι έγινε ακριβοθώρητος -
Ενόσουν τσαι συ ισάνι τσαι κατζέφ' γνένdα μου!
(1951)Έγινες και συ άνθρωπος και μιλείς μπροστά μου! -
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους! -
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες -
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
(1951)Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις