Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 121-140 από 299
-
Εγένησες άνθρωπος κ' εζάρωξε κ' η γούλα σ'
(1929)Έγινες άνθρωπος κ εστράβωσε κι ο λαιμός σου Οίν. -
Εγρίβωσε κι επόμεινε
(1940)Χαμογέλασε διάπλατα κι απόμεινε. Παρατσατικό του τρόπου, γεμάτο γαλήνη, με τον οποίο ξεψυχούν μερικοί -
Εδίβαμ΄ ως το Βήρι κι είπανε μας γύρει
(1940)Πήγαμε ως το Βήρι- και μας είπανε γύρνα (γυρίστε πίσω) – Για τη δουλειά, την επιχείρηση που προσωρεί κάμποσο, μα δεν τελειώνει -
Εδώκανε σε πρόσωπον και θέλεις και τ' αστάρι
(1940)Σου δώκανε πρόσωπο (μπροστινό μέρος, καλή μεριά) και θέλεις και τή φόδρα. Γιά την πλεονεξία -
Εζήνισκαμε και κι εθώρειναμε, και επέθαναμε και να θωρούμε;
(1940)Ζούσαμε και δε βλέπαμε και πεθάναμε και θα ιδούμε; -
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
(1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Είμαι και κακή, πειριάζουνε με και πολλοί
(1940)Είμαι και κακή, με πειράζουν και πολλοί. Γυναικεία κουβέντα, απάνου στο θυμό -
Εκύλιεν το κουτί κι ηύρεν το κουτοπούλι
(1940)Λκύλισε το κουτί και βρήκε το μικρό κουτί. Ειρώνικά, για το σμίξιμο που κάνουν άνθρωποι χωρίς χαρακτήρα ή με κακό χαρακτήρα -
Εμ΄ ενέμπεσα, εμ΄ εσκοτώθα
(1940)Και έπεσα και σκοτώθηκα. Όταν έρχονται μαζωμένες συμφορές στο κεφάλι του ανθρώπου -
Εμάκρυνεν ο γάϊδαρον κ' εκόντυναν τα ρούχα του
(1902)Ερμηνεία: Επί των ταχέως αυξανομένων σωματικώς -
Εμάκρυνεν ο γάϊδαρον κ' εκόντυνεν το σεμέριν ατ
(1929)Μάκρυνε ο γάϊδαρος και κόντυνε το σαμάρι του -
Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι
(1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του -
Εξηύρεν ατ' ο Καλεμ'ην κι επόμεινεν ο Βάρναλη
(1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του. Παραλλαγή: Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι